- προασφάλιση
- ηασφάλιση από πριν: Προασφάλιση εμπορεύματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προασφάλιση — η, Ν [προασφαλίζω] η εκ τών προτέρων ασφάλιση … Dictionary of Greek